-
1 μήκιστος
μήκιστος, superl. zu μακρός, von μῆκος abgeleitet, der längste, schlankste; τὸν δὴ μήκιστον καὶ κάρτιστον κτάνον ἄνδρα, Il. 7, 155; Od. 11, 309; τί νύ μοι μήκιστα γένηται, was soll aufs längste, endlich aus mir werden, Od. 5, 299; sp. D.; auch in Prosa, wie Xen. Cyr. 4, 5, 28; Luc. de salt. 76; τὸ μήκιστον, längstens, Hermot. 50; τὸ μήκιστον αἰῶνος, das höchste Alter, Xen. Ag. 10, 4.
-
2 μήκιστος
μήκιστος, der längste, schlankste; τί νύ μοι μήκιστα γένηται, was soll aufs längste, endlich aus mir werden; τὸ μήκιστον, längstens; τὸ μήκιστον αἰῶνος, das höchste Alter
См. также в других словарях:
μήκιστος — η, ο (ΑΜ μήκιστος, ίστη, ον, Α δωρ. τ. μάκιστος, ίστη, ον) νεοελλ. (για μυ) αυτός που εκτείνεται από την ιερά χώρα μέχρι τις μαστοειδείς αποφύσεις τού κρανίου αρχ. 1. πολύ υψηλός στο ανάστημα («οὓς δὴ μηκίστους θρέψε ζείδωρος ἄρουρα», Ομ. Οδ.) 2 … Dictionary of Greek